Thursday, April 16, 2020

καλημέρα, όλα καλά

κι όμως κάθε πρωί ξυπνάει αρτιμελής

για το απαίδευτο μάτι όλα είναι στη θέση τους, ακόμα και το χαμόγελο, όλα είναι εντάξει
βλέπεις, ο οφθαλμός εξελίχθηκε για να μπορεί να διακρίνει όσα αντανακλούν το φως, την επιφάνεια, το κέλυφος, ποτέ πιο μέσα

πάλι καλά δηλαδή
αλλιώς τι χρηστικότητα θα είχαν οι τοίχοι, οι κουρτίνες του μπάνιου ή τα φανταχτερά περιτυλίγματα για τα κουτιά δώρων με τους κόκκινους φιόγκους;

τα πάντα εν φαινομενική σοφία εποίησε ο κύριος
κι έτσι κάθε πρωί, με επιταχυνόμενο βήμα, συντελείται ξανά και ξανά μια αθόρυβη, σχεδόν ανεπαίσθητη κατάρρευση

κι είναι αλήθεια, στη διάρκεια της μέρας, ακόμα κι αν κολλήσεις τ αυτί σου στο στέρνο του και κρατήσεις την ανάσα σου
ίσως να μην ακούσεις τι βαριές που ανεβοκατεβαίνουν με ρυθμό γκρεμίζοντας τα εσωτερικά του θεμέλια

μόνο το βράδυ, όταν κλείσουν τα γραφεία, αφού αδειάσουν τα καταστήματα και γυρίσουν οι άνθρωποι στους δικούς τους
μόνο τότε θα αρχίσει να φτάνει στα ρουθούνια η μυρωδιά του καμένου, καθώς οι πνεύμονες θα ξεχειλίζουν με μαύρο καπνό

τότε εκείνος θα κάτσει στην πολυθρόνα του και θα νιώσει την πρώτη τομή στους τένοντες στο πίσω μέρος των ποδιών, εκεί περίπου στο ύψος των αστραγάλων
μετά θα βρει με τα δάχτυλα, πίσω απ το δεξί του αυτί, την άκρη της ραφής και θα τραβήξει με δύναμη να ξηλώσει το δέρμα του προσώπου του

κι ύστερα με τα δόντια του, μέσα στο χωρίς χείλη στόμα του, θα αρχίσει να μασάει τη σάρκα του
τέλος, θα ανοίξει το στέρνο του, θα ψάξει με το χέρι μέσα στη στάχτη για την καρδιά, κι όταν την βρει θα την σφίξει ώσπου εκείνη να πάψει να πάλλεται και να τον πάρει ο ύπνος

κι όταν ξυπνήσει το πρωί, όλα θα είναι όπως κάθε πρωί, στην θέση τους, έτοιμα να συναντήσουν τα βλέμματα

ένας μικρός αντίποδας για το το γιοφύρι της Άρτας