Wednesday, March 15, 2017

ΙΙΙ

Κάποτε θ’ ασπρίσουν τα μαλλιά σου θα ’σαι ένα τίποτε
άνθη κερασιάς ρόδα στους κήπους και αγάπη — ποια αγάπη;

Χελιδόνια πού κλειδώνουν τον αέρα της νυχτερίδας γκρεμός
καί το φεγγάρι απάτη από χαρτί. Στο ποταμάκι κάθονται
συλλογισμένοι οι φίλοι
στο χέρι καθρεφτίστηκες κι εσύ
υγρό κόκκινο φύλλο τα χείλια σου μα ξάφνου
σταφύλια σάπια κατεβασιά στον Άδη—
η λήθη βρέχει σήμερα όχι ο ουρανός.

Πριν απ’ τον κόσμο και μετά τον κόσμο η Γη μωρό στα σεντόνια
του τάφου
τρωκτικά ρολόγια το φως τρυπάει περισσότερο κι αν βρέξει κάποτε
αυτοστιγμεί κλείνει τ’ ομπρελίνο στα μάτια πόνος οξύς
η βροχή όρθια σκάλα
ψηλά ψηλά ό ουρανός πώς να μισέψεις; Μόνον
οι μεταλλωρύχοι σκαρφαλώνουν στον ουρανό από τη μαύρη
νύχτα στο λίγο αέρι
ήλιος και χρυσάνθεμα και λυπημένη παρηγοριά και γλάροι εξόριστοι
και φεγγαρόψαρα του βυθού — για σε δαμάλια σφαγμένα. Ξένα
λοιπόν
και τα όνειρα, στα μάτια να σε κοιτάξω και να πεθάνω
να σε φιλήσω και να χαθώ απ’ τον κόσμο
μπροστά ένα ασήκωτο δειλινό κρασί το ποτίζεις να λαφρώσει
πιο κάτω είναι καλύτερα (βαθύ μουρμούρισμα χόρτα θαλασσινά)
ο ήλιος φεύγει
φεύγω κι εγώ
με τον ύπνο περνώ και με καπνό τον άσπρο φράχτη.

(Τα ισόβια ποιήματα, 1977)

Μάρκος Μέσκος