Sunday, September 1, 2013

σωτηρία

Η αυλαία ανοίγει. Η σκηνή φτωχική. Ένα ξύλινο τραπέζι και για ντεκόρ ένας πέτρινος τοίχος. Ένας άντρας περπατά στο σανίδι. Φοράει ένα γκρίζο πολυφορεμένο κουστούμι. Μέσα του ένα άσπρο πουκάμισο. Χωρίς γραβάτα, χωρίς ζώνη. Αν κάτι ξεχωρίζει πάνω του είναι το καπέλο. Ένα γκρι καβουράκι με μεγάλο γείσο. Στο χέρι του μια καφέ δερμάτινη βαλίτσα. Φτάνει και την ακουμπάει στο τραπέζι. Την ανοίγει και από μέσα βγάζει ένα σφυρί και ένα μεγάλο καρφί. Τα κρατάει στα τεντωμένα χέρια του και τα δείχνει στο κοινό. Πρώτα μπροστά του, μετά αριστερά, δεξιά και πάλι μπροστά. Κάνει δυο βήματα πίσω και καρφώνει το καρφί στον πέτρινο τοίχο. Λίγο πιο πάνω από το ύψος του κεφαλιού του. Όταν τελειώνει βγάζει το καπέλο του, το επιδεικνύει στον κόσμο και το κρεμάει στο καρφί. Βγάζει από τη βαλίτσα άλλο ένα καρφί. Γυρίζει προς τον τοίχο και το καρφώνει στην ευθεία του πρώτου αλλά πιο χαμηλά. Τελειώνοντας αφήνει το σφυρί στο ξύλινο τραπέζι. Βγάζει το σακάκι του. Από μέσα φοράει λεπτές μαύρες τιράντες. Δείχνει το γκρίζο σακάκι στο κοινό, μπρος και πίσω. Και το κρεμάει στο χαμηλό καρφί. Πλησιάζει πάλι το τραπέζι. Παίρνει στα χέρια του το σφυρί και ένα ακόμα καρφί από τη βαλίτσα. Ακολουθώντας την ίδια τελετουργία το καρφώνει αριστερά των άλλων δυο. Κατεβάζει τις τιράντες του, βγάζει το άσπρο πουκάμισο κι αφού το παρουσιάσει κι αυτό, το κρεμάει στον τοίχο. Το σώμα που ξεπροβάλλει δείχνει ότι είναι αρκετά νεότερος απ όσο δήλωνε το γκρίζο του μούσι. Όμως τα χέρια του είναι αδύνατα, σχεδόν ατροφικά. Ενώ κάτω απ το άσπρο φανελάκι του ξεπροβάλλουν τα οστά του στέρνου καθώς καρφώνει ένα ακόμα καρφί στον τοίχο. Αντιδιαμετρικά του προηγούμενου. Αφήνει το σφυρί στο τραπέζι,βγάζει το φανελάκι και το κρεμάει στο ελεύθερο καρφί. Στέκεται για λίγο γυμνόστηθος και ακίνητος στη σκηνή. Χαρίζοντας ένα παρατεταμένο βλέμμα στους παρευρισκόμενους. Μετά από λίγο βάζει το χέρι στην δερμάτινη βαλίτσα και εμφανίζει ένα κόκκινο κοπίδι. Ανοίγει την λεπίδα του και το στρέφει προς τους θεατές. Πρώτα μπροστά του, μετά αριστερά, δεξιά και πάλι μπροστά. Το γυρίζει στο χέρι του και το καρφώνει με δύναμη λίγο κάτω από τον αριστερό του ώμο. Οι άντρες κρεμάν τα σαγόνια τους ενώ οι γυναίκες καταπίνουν τα ουρλιαχτά τους. Αγωνία. Με μία αργή και σταθερή κίνηση διαγράφει μια κοίλη πορεία από την κλείδα, πέρα του αφαλού μέχρι και τις απαρχές της λεκάνης. Κόκκινα δάκρυα τρέχουν στον χάρτη του στέρνου του. Αντίκρυ του δεκάδες μάτια σε διαστολή. Αφήνει το κοπίδι στο τραπέζι. Ανασηκώνει με τα δάχτυλα τα όρια της τομής και μπήγει το χέρι του στα αριστερά του στήθους. Ωσάν να ψάχνει την εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Μετά από λίγο βγάζει το χέρι απ τα μέσα του και στην παλάμη του κρατάει μια καρδιά. Ακούγονται οι πρώτες φωνές. Είναι μια υπερτροφική ανθρώπινη καρδιά που πάλλεται. Κάθε χτύπος της μικρά κόκκινα συντριβάνια. Την επιδεικνύει στο κοινό. Πρώτα μπροστά του, μετά αριστερά, δεξιά και πάλι μπροστά. Επιστρέφει στο ξύλινο τραπέζι και βγάζει από τη δερμάτινη τσάντα άλλο ένα καρφί.  Στρέφεται και πάλι στον τοίχο. Βρίσκει με τα δάχτυλα το κέντρο και ξεκινά. Κομμένες ανάσες κάθε που το σφυρί αγγίζει τον ήλο. Τελειώνοντας γυρνά κι αφήνει το σφυρί μέσα στην δερμάτινη βαλίτσα και την κλείνει. Ξεκρεμάει το φανελάκι και το φοράει. Το ίδιο και το πουκάμισο. Στην πρώτη επαφή με το σώμα του τα ρούχα από άσπρα γίνονται κόκκινα. Φοράει πάλι τις τιράντες. Βάζει το γκρι σακάκι και ξεκρεμάει το καπέλο. Πίσω του η καρδιά, στο κέντρο του σιδερένιου σταυρού, συνεχίζει να πάλλεται. Παίρνει την δερμάτινη βαλίτσα στο χέρι. Φτάνει στο όριο της σκηνής και κάνει μια μικρή υπόκλιση. Κρατάει στα χέρια του καβουράκι. Το αίμα στα δάχτυλα και στο γείσο ξεράθηκε. Η αυλαία κλείνει.