Friday, May 4, 2012

Και μένω εκεί.

Με το πρόσωπο στα στρωσίδια.
Ένα νυστέρι μου μετράει την πλάτη. Και μετά τα άκρα. Όμως δεν υπάρχει κόκκινο, μόνο άσπρο. Από τις τομές δεν τρέχει αίμα, αναβλύζουν τα κόκαλα. Πρώτα η ραχοκοκαλιά και η περόνη. Η ωμοπλάτη, ο αυχένας και η λεκάνη. Ανασηκώνομαι. Το αποκολλημένο σαρκίο μένει εκεί. Ζαρωμένο. Τσαλακωμένο. Σαν νυφικό φουστάνι, που αφήνει το λευκό δέρμα της κόρης, για να συναντήσει το πάτωμα.
Μισοσκόταδο.
Δεν έχω μυς. Δικέφαλοι και τρικέφαλοι, χάθηκαν μαζί με αδένες και τένοντες. Φύλλα φθινοπώρου. Όμως έχω μάτια. Για να μπορώ να βλέπω αυτά τα κοκαλιάρικα δάχτυλα, σίγουρα έχω μάτια. Και γλώσσα. Σίγουρα έχω γλώσσα. Την νιώθω ανάμεσα στα δόντια. Αυτόχθονες και ετερόχθονες μύες μοιάζουν ανέπαφοι. Φωνητικές χορδές; Έχω φωνητικές χορδές; Αλλά και να έχω, σίγουρα είναι άχρηστες. Δεν έχω πνεύμονες.
Κάθε τόσο τα παράγωγα των σιελογόνων αδένων ξεφεύγουν από την τρύπα του σαγονιού. Αν είχα δέρμα, ή κάποιο άλλο αισθητήριο όργανο υγρασίας, θα ένιωθα πιο άσχημα. Τώρα απλά εκνευρίζομαι που, κυριολεκτικά, μου τρέχουν τα σάλια.
Τι παράξενο κι αυτό; Φαίνεται ότι με εγκατέλειψαν τα ζωτικά μου όργανα, όχι όμως και η ντροπή.