Thursday, February 16, 2012

Όνειρο

Να ξεφυλλίζεις το 1200ων σελίδων βιβλίο και να μην βρίσκεις χώρο να γράψεις.
Και να κρατάς μόνο 1 πράσινο μαρκαδοράκι.
Και το χαρτί να είναι illustration.
Και να μουτζουρώνεις συνέχεια.
Και να περιμένει το κορίτσι.
Εφιάλτης σου λέω, όχι αστεία.

Wednesday, February 8, 2012

Hobbies and other Vices

Εγώ: Καλησπέρα. Ένα κιλό κιμά και δυό πανσέτες.

Σκατά!

Αυτός: Δεν μεθυμάσαι ε;

Σκατά! Σκατά! Σκατά!

Εγώ: Παρακαλώ;
Αυτός: Σε κατάλαβα από την ώρα που μπήκες. Δεν με θυμάσε καθόλου;

Και βέβαια σε θυμάμαι. Μαλάκα!

Εγώ: Συγνώμη αλλά δεν..

Δεν τη γλιτώνω ρε πούστη.

Αυτός: Έλα ρε φιλε! Τόσα χρόνια στο ίδιο θρανίο και δεν με θυμάσαι;

Θυμάμαι τα πάντα από σένα.

Εγώ: Αααα.. Τι γίνεσαι;

Θυμάμαι πως βρώμαγε η ανάσα σου όταν καθόσουν δίπλα μου. Την ηλίθια φάτσα σου όταν σε σηκώναν στον πίνακα. Τα παρατραβηγμένα αστεία σου. Τα ηλίθια παρατσούκλια.

Αυτός: Εγώ εδώ. Κρεοπώλης. Σφάζω για να περνάει η ώρα.. Χαχαχα!

Θυμάμαι την κλωτσιά που μου δωσες στ αρχίδια όταν παίζαμε μπάλα. Αρχίδι!

Αυτός: Εσύ τι κάνεις εδώ; Εδώ κοντά μένεις;
Εγώ: Μπα όχι. Για έναν φίλο ψωνίζω.


Θυμάμαι το καλοκαίρι που έβγαλες τις αμυγδαλες και γύρησες τριπλάσιος από τα παγωτά. Και επισήμως χοντρο-μαλάκας.

Αυτός: Α ναι, τι είπες ότι θες; Ένα κιλό κιμά και ;
Εγώ: Πανσέτες.


Θυμάμαι τότε που πήρες την μηχανή του αδερφού σου, κρύφτηκες στις τουαλέτες, και φωτογράφησες την Ελένη. Και μετά πούλησες τις φωτογραφίες για μερικά κέρματα. Πήρε όλο το σχολείο. Θυμάμαι το κλάμα της και πόσο μου έλειψε όταν άλλαξε σχολείο.

Αυτός: Σωστά. Κάτσε να ξεκρεμάσω αυτό εδώ. Θα σου κόψω απ το καλό. Μου το έστειλαν το πρωί από το χωριό.

Θυμάμαι τα γατιά της γειτονιάς που τα έκαιγες με χλωρίνη. Τώρα ξαπλώνεις μοσχάρια στον πάγκο.

Εγώ: Δικό σου το μαγαζί;

Θυμάμαι που γάμαγες στα μπουρδέλα και ένιωθες γόης. Σταθερά μια φορά την εβδομάδα. Αλλά πάντα Δευτέρα. Να σου στοιχίζει λιγότερο. Γελοίε!

Αυτός: Του πεθερού. Αλλά να ναι καλά, μας άφησε χρόνους.. Χαχαχα!
Αυτός: Εσύ με τι ασχολείσαι;

Παίρνω τον γάτζο στα χέρια μου. Πλησιάζω. Καθώς σηκώνει το κεφάλι και με κοιτάει του τον καρφώνω στον λαιμό. Εκεί ανάμεσα σε ωμοϋοειδή μυ και στερνόκλειδο. Σχίζω το πλαινό του οισοφάγου και τραβάω με δύναμη μέχρι να φτάσει το σίδερο στην κάτω γνάθο.

Ουρλιάζει. Όλοι, πάντα, ουρλιάζουν.

Βλέπω την άκρη του γάντζου μέσα στο λαιμό του. Εκεί που κάποτε ήταν οι αμυγδαλές του. Προσπαθεί να τραβηχτεί αλλά δεν μπορεί. Προσπαθεί να με τραβήξει αλλά είναι πολύ σαστισμένος. Και ουρλιάζει. Πιάνω τον μπαλτά που του είχε πέσει και τον χτυπάω με τη λαβή στο κεφάλι.

Ξανά. Ξανά.

Το δέρμα σχίζεται. Το αίμα που τρέχει του τυφλώνει το δεξί μάτι. Επιτέλους ζαλίστηκε. Πετάω τον μπαλτά πίσω μου. Με το αριστερό χέρι και τον γάτζο τον τραβάω και τον ξαπλώνω στον πάγκο. Βρίσκω το σφυρί για τα φιλετάκια. Πριν προσπαθήσει να ανασηκωθεί τον χτυπάω στο δεξί χέρι. Νιώθω τα κρακ που κάνουν τα μεταρτάσια. Πρώτα δύο. Μετά ένα. Κι άλλο ένα. Δεν αντιστέκεται πια.

Ακούγεται ο υγρός βήχας από αίμα και σάλιο στον οισοφάγο.

Το δέρμα έχει ζαρώσει καθώς ο γάτζος έχει σχεδόν φτάσει στο πηγούνι. Τον αφήνω. Σηκώνω τον μπαλτά. Δεν βολέυομαι . Πρέπει να πάω από την άλλη. Κι εδώ παντού αίμα. Απλώνω την αριστερη παλάμη του. Κόβω πρώτα τον αντίχειρα. Μετα τα υπόλοιπα τέσσερα μαζι. Σκατά. Το μικρό δεν κόπηκε καλα. Πιάνω μια κόλλα χαρτί από τη στοίβα εκεί δίπλα και τα τυλίγω. Το κολόσκυλο της κυρά Σοφίας θα κάνει χαρές πάλι.

Εγώ: Κι εγώ σφάζω για να περνάει η ώρα.